μάντιν

μάντιν
μάντις
diviner
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • AGYRTAE — Sortilegi, Circumforanei, in triviis olim atque aliis locis publicis prostantes, divinationes peragendô, credulo illudebant popello, uti per cos, quos Ceretanos Itali hodie vocant, lucri gratiâ χειρομαν είκ ac μετωποσκοπία exercetur: Utebantur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MYRICA — I. MYRICA Macedoniae civitas eadem quae Amphipolis, Steph. Et alibi, Μυρίκη, inquit, insula est in rubro mari. II. MYRICA apud Virg. Ecl. 4. v. 2. Non omnes arbusta iuvant, humilesque myricae. Fruticis genus est, de quo Plin. l. 13. c. 21.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερέω — ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α) 1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να… …   Dictionary of Greek

  • θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος …   Dictionary of Greek

  • κερδαλέος — α, ο (Α κερδαλέος, α, ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) [κέρδος] αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τόν μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.) αρχ. 1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρης («κερδαλέος κ… …   Dictionary of Greek

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μαντίον — και μανδίον, τὸ (AM, Μ και μανδίν και μαντίν και μαντί) μανδύας, χλαμύδα την οποία οι στρατηγοί και άλλοι αρχηγοί τού στρατού φορούσαν πάνω από την πανοπλία μσν. 1. μακρύς γυναικείος μανδύας 2. κάλυμμα τού προσώπου, βέλο 3. κυκλοειδές ωμοφόριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”